- συκία
- Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές περιοχές, όπου διαδίνεται από τα πτηνά. Στην Ελλάδα, καλλιεργείται από πανάρχαιους χρόνους. Οι καρποί της στην πραγματικότητα είναι ταξικαρπίες, χυμώδεις και σακχαρούχοι. Τα φύλλα της είναι καρδιοειδή, λοβώδη· τα άνθη, πολυάριθμα, μικρά και απλά, φύονται στα εσωτερικά τοιχώματα αχλαδόμορφου ταξιανθικής ανθοδόχης, που φέρει ανοιχτό πόρο στην κορυφή· τα άρρενα βρίσκονται κοντά στον πόρο, ενώ τα θήλεα στα προς τα κάτω και πλάγια τοιχώματα. Περίεργη είναι η επικονίασή τους· ένα μικρό υμενόπτερο, ο βλαστοφάγος ο ψην, συμπληρώνει τη μεταμόρφωση του στο εσωτερικό της ταξιανθίας του σύκου και όταν βγαίνει από τον πόρο ως τέλειο έντομο, φέρει πάνω στη ράχη του μια ορισμένη ποσότητα γύρης που την εναποθέτει πάνω στα θήλεα άνθη, καθώς μπαίνει σε άλλα σύκα για να ωοτοκήσει. Τα ανοιξιάτικα σύκα της αγριοσυκιάς, που έχουν άφθονα άρρενα άνθη και λέγονται ερινεοί ή ορνοί, χρησιμοποιούνται για τον ερινασμό ή όρνιασμα ή αγριοσύκισμα της ήμερης σ., δηλαδή για τη διαδικασία της γονιμοποίησης των σύκων της.
Ο καρπός της συκιάς είναι φρούτο σαρκώδες, γλυκό, θρεπτικό και καταναλώνεται χλωρό ή ξερό. Η διατήρηση των ξερών σύκων πετυχαίνεται με ειδική κατεργασία, ποικίλλει δε ανάλογα με την περιοχή. Τα σύκα ξεραίνονται είτε στον ήλιο, είτε μέσα σε κλίβανο, είτε με ατμό. Η καλή ποιότητα των ξεραμένων σύκων εξαρτιέται σε μεγάλο βαθμό από το πόσο ώριμα είναι, όταν μαζεύονται. Σε πολλά μέρη αφήνουν τους καρπούς να ωριμάσουν και να πέσουν μόνοι τους από το δέντρο. Τα σύκα ξεραίνονται καλύτερα στον ήλιο. Στον κλίβανο και στον ατμό, κατεργάζονται πρώτα με θειώδες οξύ, και έπειτα τα τοποθετούν στο «ξηραντήρι» για δύο ως τρεις μέρες, με θερμοκρασία 40-50°. Στη Σμύρνη, που είναι πολύ αναπτυγμένο το εμπόριο των σύκων, τα επεξεργάζονταν παλιότερα με θαλασσινό νερό. Κυριότερος τόπος παραγωγής και εμπορίου των σ. είναι η δυτική Μ. Ασία και η Ελλάδα. Τα ελληνικά σ. εξάγονται κυρίως στην Αμερική, στη Γερμανία και την Ιταλία.
Στην Ελλάδα η σ. καλλιεργείται παντού, συστηματικές όμως καλλιέργειες υπάρχουν κυρίως στη Μεσσηνία, και κατά δεύτερο λόγο στη Λακωνία, Αττική, Κύμη, Πήλιο (Αργαλαστή) και στα νησιά. Οι καλλιεργούμενες ποικιλίες διακρίνονται σε λευκές και μαύρες, μονόφορες ή δίφορες· οι τελευταίες δίνουν πρώιμα σύκα τον Ιούνιο και όψιμα το Σεπτέμβριο: τα πρώτα, που λέγονται αβγόσυκα ή ανεμόσυκα ή ανθόσυκα, είναι πιο μεγάλα, αλλά λιγότερο εύγευστα από τα δεύτερα. Οι πιο γνωστές ελληνικές ποικιλίες είναι: καλαματιανά ή τσαπελόσυκα, που γίνονται κυρίως ξερά, κουμιώτικα ή της Κύμης, εκλεκτή ποικιλία για ξερά σύκα, βασιλικά, νωπά, αποστολιάτικα, δίφορα νωπά, λιβανά νωπά, μαυρόσυκα, κοινά σύκα νωπά.
σ. άγρια. Κοινή ονομασία πολλών φυτών ανάμεσα στα οποία το σπουδαιότερο είναι μικρό δέντρο ή θάμνος 2-5 μ. ύψους, με χυμό γαλακτώδη και φύλλα που επαλλάσσουν, καρδιοειδή, με 3-7 παλαμοειδείς νευρώσεις με μίσχο. Τα άνθη του είναι μόνοικα και οι καρποί του αχαίνια δρυπόμορφα. Το φυτό αυτό είναι πολύ κοινό στην Ελλάδα. Ο καρπός τους δεν τρώγεται είναι όμως απαραίτητος στον ερινασμό ή στο λεγόμενο όρνιασμα, δηλ. στη γονιμοποίηση και καρποφορία της ήμερης συκιάς.
Άλλο είδος άγριας σ. είναι η οπούντια η ινδική, φυτό της οικογένειας των Κακτιδών. Βλ. λ. φραγκοσυκιά.
Καρποί ώριμοι. Οι καρποί της συκιάς στην πραγματικότητα είναι ταξικαρπίες χυμώδεις και σακχαρούχοι.
Δέντρο συκιάς (φίκος ο καρικός).
Η άγρια συκιά φυτρώνει στην Ελλάδα, την Ασία και τη βόρεια Αφρική. Η ήμερη συκιά καλλιεργείται και στη χώρα μας από τα αρχαιότατα χρόνια.
Κατά μήκος τομή, όπου διακρίνονται τα αχαίνια.
* * *ἡ, Α(ηρακλεωτ. και δωρ. και αιολ.τ.) βλ. συκιά.
Dictionary of Greek. 2013.